κῶνος

κῶνος
κῶνος, ου,
1 masc., the fruit of the πεύκη, pine-cone, = στρόβιλος, Ps.-Hdt.Vit.Hom.20, Thphr.HP3.9.5, Theoc.5.49, Dsc.1.69, etc.; used in Orphic rites, Orph.Fr.31.29.
2 edible seed of the πίτυς, Mnesith. ap. Ath.2.57b; πιτύϊνοι κ. Alex.Mynd.ibid., cf. IG22.1013.19, OGI629.163 (Palmyra, ii A.D.).
3 fem., pine tree, Pl. Epigr.25 (prob.), Plu.2.640c.
II from like ness of shape,
1 cone, Democr.155, Arist.Mete.362b2, etc.; γραμμαὶ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι so as to form a cone, ib.375b22, cf. 345b6; ὀρθογωνίου, ὀξυγωνίου, ἀμβλυγωνίου κώνου τομά, names for parabola, ellipse, and hyperbola, Archim.Con.Sph.Praef.
b ὁ κ. τῆς γῆς conical shadow of the earth, Simp.in de An.133.5, cf. Phlp.in de An.348.27;

τῆς νυκτὸς ὁ κ. εἰς ὀξὺ λήγει Dam.Pr.213

.
c ὁ τῆς ὄψεως κ. cone of vision, Gal.7.95, cf. Phlp.in de An.333.27 (pl.).
2 cone or peak of a helmet, AP 9.322 (Leon.).
3 = στρόβιλος, spinning top, Hsch.
4 iron pole round which grain is piled in conical shape, PGrenf.2.17.3 (ii B.C.), Gal.19.76.
5 στέφανος χρυσοῦς ἐπὶ κώνου δάφνης dub. sens. in Inscr.Délos442 B56 (ii B.C.).
III as place-name. πρὸς τῷ ἀνδροφόνῳ κώνῳ dub. sens. in IG3.61 Aii 15 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κῶνος — pine cone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • κώνος — ο 1. στερεό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και η κυρτή του επιφάνεια καταλήγει σε οξεία κορυφή. 2. ό,τι μοιάζει με κώνο. 3. ο καρπός των κωνοφόρων δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… …   Dictionary of Greek

  • κῶνε — κῶνος pine cone masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶνοι — κῶνος pine cone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶνον — κῶνος pine cone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”